φώσων

φώσων
(-ωνος) ο мор. фор-бомбрамсель

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φώσων" в других словарях:

  • φώσων — a coarse linen garment masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φώσωνι — φώσων a coarse linen garment masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φώσωνος — φώσων a coarse linen garment masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • φώσωνας — και φώσσωνας, ο / φώσσων ή φώσων, ωνος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. φώσων Ν νεοελλ. ναυτ. το πάνω από τον δόλωνα τετράγωνο ιστίο, που φέρει σταυρωτές κεραίες, κν. παπαφίγκος μσν. αρχ. ιστίο πλοίου αρχ. (στους Αιγυπτίους) χιτώνας από χονδρό λινό ύφασμα.… …   Dictionary of Greek

  • παραφωσώνιο — το ναυτ. το παρίστιο, το παραπληρωματικό πανί τού φώσωνα ή τού φωσωνίου, κν. κουρτελατσίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φώσων + επίθημα ιον. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • φωσωνίδα — και λόγιος τ. φωσσωνίς, ίδος, η, Ν ναυτ. το πάνω από τη δολωνίδα τετράγωνο ιστίο τού επιδρόμου, κν. μπέλμπερης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φώσων / φώσσων + κατάλ. ίς / ίδα (πρβλ. πινακ ίδα). Ο λόγιος τ. φωσωνίς μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • φωσωνίτης — ο, Ν ναυτ. (στα ιστιοφόρα) ο ναύτης που είναι επιφορτισμένος με τον χειρισμό τού φώσωνα, κν. παπαφιγκιέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φώσων / φώσσων + κατάλ. ίτης*. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. φωσωνῖται, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • φωσώνιο — Bλ. λ. γολέτα. * * * και φωσσώνιο, το / φωσσώνιον ἡ φωσώνιον, ΝΑ [φώσσων / φώσων] νεοελλ. ναυτ. το πάνω από το δολώνιο τετράγωνο ιστίο τού ακάτιου ιστού, κν. πλωριός παπαφίγκος αρχ. λινό προσόψιο ή πετσέτα μπάνιου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»